- σκουπόξυλο
- τοξύλο που στο άκρο του προσαρμόζεται η σκούπα: Τον χτύπησε με το σκουπόξυλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκουπόξυλο — το, Ν 1. μακρύ λεπτό ξύλο στην άκρη τού οποίου στερεώνεται η σκούπα 2. φρ. «θα μάς πάρουν [ή θα μάς δείρουν] με τα σκουπόξυλα» θα μάς διώξουν κακήν κακώς, θα μάς προγκίξουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκούπα + ξύλο] … Dictionary of Greek